- αρχικλέφτης
- ο , αρχικλέφτρα η отъявленный вор, отъявленная воровка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχικλέφτης — ο θηλ. φτρα ο πολύ επιτήδειος κλέφτης: Είναι αυτός ένας τρομερός αρχικλέφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχιφώρ — ἀρχιφώρ ( ῶρος), ο (Α) ο αρχικλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + φωρ «κλέφτης»] … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
πρωτοκλέφτης — ο, θηλ. πρωτοκλέφτρα, Ν 1. (στην τουρκοκρατία) ο αρχηγός, ο καπετάνιος τών κλεφτών 2. κλέφταρος, αρχικλέφτης … Dictionary of Greek
πρωτοκλέφτης — ο θηλ. έφτρα 1. ο αρχηγός, καπετάνιος ληστών. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους κλέφτες στην ικανότητα, αλλ. αρχικλέφτης, αρχικλέφταρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)